Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Ο Έρωτας στην Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση

Θέογνις

Ωραιότατο το δίκιο, αξιότατη η υγεία
μα μεγαλύτερη χαρά η επιτυχία στον έρωτα.

Μίμνερμος

Τι είναι η ζωή, τι είναι η χαρά χωρίς τον χρυσό Έρωτα...
Ας πεθάνω, όταν πια παραιτηθώ από τούτα πλέον,
κρυφαγκαλιάσματα, γλυκές ανταμοιβές, κρεβάτι,
νιότης λουλούδια, που άντρες και γυναίκες
αχόρταγα ποθούν. Μα όταν πλακώσουν τα χρόνια πονεμένα,
που εξίσου σώμα και ψυχή παραμορφώνουν,
φθείρουν το νου ακατάπαυτα άγριες έγνοιες,
το φως του ήλιου αντικρίζεις και δε χαίρεσαι,
σε αποστρέφονται οι νεαροί, σε διώχνουν οι γυναίκες...
Έτσι τα όρισε ο θεός τα μισητά γεράματα.

Αλκμάν
Απόσπασμα από ένα παρθένιο

Όπως σε κοπάδι αλόγων
νικηφόρο άτι καλπάζει
δυνατό, σαν να ξεφεύγει
από πέτρινη γη ονείρων.



Σαπφώ

1.
Έγειρε το φεγγάρι πια και η Πούλια...
Είναι μεσάνυχτα, πώς πέρασε η ώρα...
Κι εγώ μονάχη στο κρεβάτι μου κι ο Έρωτας,
που δίνει μόνο ψευδαισθήσεις και οδύνη,
μου συνταράζει την καρδιά μου σαν βοριάς
που πέφτει μέσα στο δρυμό λυσσομανώντας.

2.
Από καιρό σε ήθελα, Ατθίδα,
όμως φαινόσουν μικρή κι άβγαλτη ακόμη.
Πώς χαίρομαι που ήλθες πια! Σε λαχταρούσα.
Πυρπόλησε το νου μου ο πόθος
και η προσδοκία του έρωτα με καίει.
Καθώς σε βλέπω ούτε η όμορφη Ερμιόνη
ούτε η ξανθή Ελένη δεν σε φτάνουν.
Αν και δεν πρέπει να συγκρίνονται μαζί τους
θνητές γυναίκες, μάθε το, στο λέω,
σαν πούπουλα μπροστά στην ομορφιά σου
σκορπούν και χάνονται οι έγνοιες μου όλες!

3.
Κι όταν κλείσεις τα μάτια πια, θα κείτεσαι άγνωστη,
και η μνήμη σου στο μέλλον δεν θα ζήσει.
Γιατί τη χάρη δεν αξιώθηκες να δρέψεις
τα ρόδα της Πιερίας συ. Στον Κάτω Κόσμο
άσημη ανάμεσα σε σκοτεινούς νεκρούς θα τριγυρίζεις...

4.
Συ που δεσπόζεις στον κατάκοσμό σου θρόνο,
κόρη του Δία, αθάνατη Αφροδίτη,
που πλέκεις δίχτυα του έρωτα, σε ικετεύω,
μη, Σεβαστή μου, μη φορτώνεις την καρδιά μου
με πιο μεγάλη θλίψη και οδύνη

Αλλά έλα πάλι δίπλα μου, όπως τότε,
που από μακριά την άκουες τη φωνή μου
κι αμέσως το χρυσό παλάτι του Πατρός σου
τ'άφηνες για να ζέψεις συ το άρμα,
που όμορφα το σέρνανε σπουργίτια
και, αφού διέσχιζαν τον ολογάλανο αιθέρα
γύρω απ'τη γη τη σκοτεινή γοργοπετώντας,
αμέσως σ'έφερναν. Κι εσύ ω μακαρία,
μ'ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου το αθάνατο,
τι έχω με ρώταγες, γιατί σ'επικαλούμαι,
τι θέλει τόσο η ανάστατη καρδιά μου,
"ποια αγάπη θέλεις η Πειθώ να φέρει πίσω;
Ποια είν' αυτή, Σαπφώ, που σε πληγώνει;

Γρήγορα πίσω σου θα τρέξει, αν τώρα φεύγει,
γρήγορα δώρα θα σου δώσει, αν δώρα αρνείται,
γρήγορα θα σε αγαπήσει, αν δεν σ'αγάπησε,
γιατί θα είναι πάνω από τη θέλησή της".

Έλα και τώρα, λύτρωσέ με απ'το μαρτύριο!
Καν'τη λαχτάρα της καρδιάς μου αλήθεια
κι ας είσαι πάντα εσύ η Σύμμαχός μου.

5.
Την έγειρε σε μαλακά στρωσίδια
χνουδάτα, τόσο τρυφερά...
Αχ, και να κρύβεις πάντα το κεφάλι
σε στήθη τόσο απαλής αγαπημένης...
Δυο φορές ας κρατούσε τέτοια νύχτα.
Κάνε, χρυσοστεφανωμένη μου Αφροδίτη,
να πέσει τέτοια τύχη και σ'εμένα!

6.
Μοιάζει μήλο γλυκό που κοκκινίζει
άκρη άκρη στο ψηλότερο κλωνάρι,
θαρρείς κι έχουν ξεχάσει να το κόψουν.
Μα δεν το ξέχασαν, αδύναμοι ήταν να το φτάσουν.

7.
Ω, Κυπρίδα, από τον ουρανό κατέβα
σε τούτο τον αγνό ναό μες το δασάκι
το γελαστό και με μηλιές γεμάτο,
όπου ευωδιάζουν οι βωμοί απ'το λιβάνι
και κελαηδούν κρύα νερά μέσα απ'τα κλώνια,
ίσκιο παχύ απλώνουνε τα ρόδα,
αναρριγούν οι φυλλωσιές γλυκιά υπνηλία
και βόσκουν τ'άλογα στ' ολάνθιστο λιβάδι,
ενώ φυσά γλυκά ανάλαφρη αύρα.
Εδώ λοιπόν με το χρυσό σου κύπελλο έλα,
να μεταλάβεις τους εορταστές σου, Αφροδίτη,
με των λεπτότερων προσμείξεων το νέκταρ.



Αλκαίος

1.
Αχ, ρίξε μύρο στο βασανισμένο μου κεφάλι
και στο γέρικο το στήθος μου, παιδί μου...

2.
Παρακαλώ, καλέστε και το Μένωνα, τον όμορφο
αν θέλετε να μ' ωφελήσει το συμπόσιο...

Ανακρέων

1.
Με την κόκκινή της μπάλα
προκαλώντας, με χτυπάει
η Αφροδίτη η χρυσομάλλα.
Και με νέα που φοράει
παρδαλούτσικα σανδάλια
πάω να κάνω εγώ παιχνίδι.
Μα αυτής τρέχουνε τα σάλια
γι' άλλον. Εγώ γέρασα ήδη,
βλέπεις. Δε με λογαριάζει.
Η καλόχτιστη η Λέσβος
τι σκληρά κορίτσια βγάζει...

2.
Αγόρι μου, με βλέμμα κοπελίτσας,
σε γυροφέρνω μα εσύ πέρα βρέχει.
Στα χέρια σου κρατάς, κι ας μην το ξέρεις,
τώρα τα χαλινάρια της καρδιάς μου.

3.
Ο έρωτας ώς τον Όλυμπο φτερώνει το κορμί μου
μα δεν μοιράζεται ο μικρός τα νιάτα του μαζί μου...

4.
Θρακιώτικο πουλάρι μου, γιατί
λοξές ματιές μου ρίχνεις και την κάνεις
απόνως; Μην σου πέρασε απ'το νου
πως με κανένα βλάκα έχεις να κάνεις;
Αν ήθελα, στο φόραγα εγώ
το χαλινάρι, κι άκου να μαθαίνεις,
κι ήξερα να σου σφίξω τα λουριά,
άκρη άκρη στο δρόμο να πηγαίνεις.
Τώρα γυρνάς και βόσκεις στα λιβάδια,
παίζεις, εδώ κι εκεί πηδάς και τρέχεις,
γιατί αυτόν που το άλογο το στρώνει,
τον άξιο καβαλάρη, δεν τον έχεις.



Ίβυκος

1.
Άνοιξη. Οι χρυσομηλιές ανθίζουν.
Κυλάν και τις ποτίζουν τα ποτάμια
μέσα απ'τον κήπο των Παρθένων, τον ανέγγιχτο.
Στη σκιά φουντώνουν με το πρώτο τους το χνούδι
τα φύλλα της κληματαριάς. Κι όμως ο πόθος
λεπτό δε λέει να αποκοιμηθεί εντός μου.
Με πυρπολεί σαν κεραυνός.
Βοριάς Θρακιώτης, με καταξεραίνει.
Σκοτεινή και αδίσταχτη
του Έρωτα η ανελέητη μανία,
άτεγκτα, από του είναι μου τα βάθη
παραμονεύει το μυαλό μου.

2.
Κάτω από τα βλέφαρα τα σκοτεινά ματιές που λιώνουν
πάλι μου ρίχνει ο Έρωτας...
Με χίλια μάγια με πετάει
μέσα στα δίχτυα τα άπειρα της Αφροδίτης.
Τον τρέμω, αλήθεια, όπως ορμάει στα γηρατειά μου,
άλογο σε άρμα με ταχύτατους τροχούς, που θριαμβεύει,
και άθελά μου μες στον ανταγωνισμό με ρίχνει...

3.
Αχ, Ευρύαλε, γαλανομάτες Χάριτες σε γέννησαν
κι οι Ώρες -τι ωραία μαλλιά...- σε κανακέψανε.
Η Αφροδίτη κι η Πειθώ-τρυφερό βλέμμα...-
σ'ανάστησαν μέσα στα τριαντάφυλλα.





Επιλογές ποιημάτων από το υπέροχο βιβλίο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, "Πιο μουσική απ'τη μουσική - μικρό λυρικό ανθολόγιο"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου